- κραιπνόσυτος
- κραιπνόσυτος, -ον (Α)αυτός που κινείται γρήγορα («ἐλαφρῳ ποδὶ κραιπνόσυτον θᾱκον, προλιποῡσα», Αισχύλ.).επίρρ...κραιπνοσύτως (Α)γρήγορα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κραιπνόσυτον — κραιπνόσυτος swift rushing masc/fem acc sg κραιπνόσυτος swift rushing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραιπνός — κραιπνός, ή, όν (Α) 1. ορμητικός, ταχύς, γρήγορος («ποσὶ κραιπνοῑσι πεποιθώς», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. αυτός που επέρχεται γρήγορα, οξύς («κραιπνότερος μὲν γάρ τε νόος», Ομ. Ιλ.) 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) κραιπνά ορμητικά, γρήγορα («κραιπνά...… … Dictionary of Greek